- αντικλείδι
- το (Α ἀντίκλεις, -είδος, η)πανομοιότυπο κλειδιού για δόλια χρήσηνεοελλ.1. κλειδί με το οποίο ανοίγονται παρεμφερείς κλειδαριές2. πλάγιο, δόλιο μέσο για να πετύχει κανείς κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντικλείδι — το κλειδί για δόλια χρήση: Ο κλέφτης άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος με αντικλείδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
παρακλείδιος — ον, Α 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακλείδιον κλειδαριά, κλειδωνιά, κλείθρο («κιβωτὸς κειμένου παρακλειδίου», πάπ.) 2. φρ. «παρακλείδιος κλείς» αντικλείδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλείς, ειδός «κλειδί» + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
ψευδοκλείδιον — τὸ, Α ψεύτικο κλειδί, αντικλείδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κλειδίον] … Dictionary of Greek
πασπαρτού — πασπαρτού, το (λ. γαλλ., άκλ.), αντικλείδι για όλες τις κλειδαριές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)